- γνεύω
- γνεύω και γνέφω έγνεψα, κάνω νεύμα κουνώντας το κεφάλι, τα μάτια ή τα χέρια: Μου έγνεψε να πλησιάσω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γνεύω — βλ. γνέφω … Dictionary of Greek
γνέφω — και γνεύω (AM νεύω, Μ και γνεύω) κάνω νόημα, σημείο συνεννοήσεως με το κεφάλι, τα μάτια ή τα χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχαία μορφή του ρήματος νεύω έδωσε λαβή στον σχηματισμό τών τύπων γνέφω και γνεύω. Συγκεκριμένα, ο τ. γνεύω < εκ νεύω ή, κατ άλλους … Dictionary of Greek
γνέθω — και νέθω μεταβάλλω μαλλί, μπαμπάκι, λινάρι κ.λπ. σε νήμα, κλώθω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γνέθω σχηματίστηκε με συμφυρμό τών νέω και νήθω το γ είναι προθετικό σε λέξεις που αρχίζουν από ν (πρβλ. νεύω γνεύω)] … Dictionary of Greek
γνέμα — (I) και νέμα, το [γνέθω] το νήμα. (II) το [γνεύω] το γνέψιμο … Dictionary of Greek
νεύω — (ΑΜ νεύω) 1. κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω, σκύβω ελαφρά 2. κάνω νεύμα με το κεφάλι, με τα μάτια, με τα χείλη ή με τα χέρια για να δείξω συναίνεση, αποδοχή, έγκριση ή άρνηση, αποτροπή, απαγόρευση ή, απλώς, για συνεννόηση σχετικά με… … Dictionary of Greek
Γ, γ — Το τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Αντιστοιχεί με το φοινικικό γίμμελ και στις πιο αρχαίες ελληνικές επιγραφές και στην ετρουσκική προσαρμογή του είχε το σχήμα . Με τη μεταρρύθμιση του αλφαβήτου την εποχή του άρχοντα της Αθήνας Ευκλείδη… … Dictionary of Greek